|
пилить #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово пилить? — πριονίζω как с (ново)греческого переводится слово πριονίζω? — пилить — ψευδοευλαβής — κακομελετώ — αυτόπτρις — τσίσια — εφορώ — λέαινα — τουαλετταρίζομαι — αλεπότρυπα — σκάω — γαμηλιωτες — αμφιπρόστυλος — μεταβολίζω — αναβλύζω — πλατύρρυγχος — ανωφέλητος — κρυφοβλέπω — διοχετευτικός — παγόβουνο — λωλαίνομαι — αρκουδιάρικος — κακόφημος |
|||