Новогреческий словарь
υπερπληθυσμός
υπερπληθυσμός
ο
перенаселение
;
ο σχετικός ~ — относительное перенаселение
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
перенаселение
? —
υπερπληθυσμός
как с
(ново)греческого
переводится слово
υπερπληθυσμός
? — перенаселение
#
(ново)греческий словарь
—
πριονάκι
—
καταπτύω
—
μολυβδώνω
—
καυχησιάρης
—
μπουζούκι
—
λαμπίζω
—
μπλεξιά
—
πανηγυρίζω
—
ατελεύτητος
—
σκορπίζομαι
—
χρηματιστική
—
γραμματολογία
—
αυτοκυβέρνηση
—
ανυπεράσπιστος
—
παγωτίνι
—
ανθρωπολογικά
—
επιδραστικός
—
αγγλικός
—
τρυποχέρης
—
ημιμάχιμος
—
σπογγογενής
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве