υπερπληθυσμός

формы словаβ
υπερπληθυσμός
ο перенаселение;
          ο σχετικός ~ — относительное перенаселение



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово перенаселение? — υπερπληθυσμός
как с (ново)греческого переводится слово υπερπληθυσμός? — перенаселение


ελευθεροπραξίακτυπώκαλοτυχίανοδάροςαναγκασμένοςμαγνητογεννήτριασυλλογιέμαιπροαποστέλλωαργοψήνωσυνειδοποίησηλεπτο-δεκστετραπλάσιοςπρόσκτησηπεριάγομαιαχάρακτοςφιλεκπαιδευτικόςσακκάκιγλαυκόφθαλμοςαγκυροβόλημακρυφόςαντιμηχονώμαι




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit