|
ο перенаселение; ο σχετικός ~ — относительное перенаселение #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово перенаселение? — υπερπληθυσμός как с (ново)греческого переводится слово υπερπληθυσμός? — перенаселение — ελευθεροπραξία — κτυπώ — καλοτυχία — νοδάρος — αναγκασμένος — μαγνητογεννήτρια — συλλογιέμαι — προαποστέλλω — αργοψήνω — συνειδοποίηση — λεπτο- — δεκστετραπλάσιος — πρόσκτηση — περιάγομαι — αχάρακτος — φιλεκπαιδευτικός — σακκάκι — γλαυκόφθαλμος — αγκυροβόλημα — κρυφός — αντιμηχονώμαι |
|||