Новогреческий словарь
ακροποδητί
ακροποδητί
на цыпочках
;
βαδίζω ~ — ходить на цыпочках
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
на цыпочках
? —
ακροποδητί
как с
(ново)греческого
переводится слово
ακροποδητί
? — на цыпочках
#
(ново)греческий словарь
—
υπογραμμισμός
—
εγχειρήσιμος
—
καταδύομαι
—
ταπεινωμένος
—
βανίλλη
—
άκριτος
—
νομάτισμα
—
Αλεξανδρούπολη
—
ευσταθής
—
αμφίστομος
—
σιελογόνος
—
άγναντος
—
εφηβείον
—
επανερωτώ
—
κίρκος
—
αδιαγούμητος
—
υδροθεραπευτικά
—
μισογινωμένος
—
ζαρίφισσα
—
καστέλλι
—
παχυντικός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве