Новогреческий словарь
άπας
άπας
απάσα, άπαν
— весь; полностью
;
===
εις αιώνα τόν άπαντα — вечно, навсегда
;
έξ άπαντος — во что бы то ни стало, непременно
;
καθ' άπαντα τόν βίον μου — всю свою жизнь
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
άπας
? —
#
(ново)греческий словарь
—
συσκευιάστρια
—
ποιμαντορικός
—
δαφνόδενδρο
—
φεγγαρόφωτο
—
κοινωφελία
—
ανθοδέτης
—
βουρβουλω
—
ριγανάτο
—
θεοσκόταδο
—
επιον
—
απολυμαντήριος
—
βυρσοδεψεία
—
έτριξα
—
ξεχαρβαλωμένος
—
πένθιμος
—
σπλαγχνικός
—
πάτσι
—
χυδαΐζω
—
χαλίκωση
—
ερμηνεύσιμος
—
ετερογένεια
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве