Новогреческий словарь
διύγρανσίς
διύγρανσίς
(-εως) η
смачивание, увлажнение
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
смачивание
? —
διύγρανσίς
как на
(ново)греческом
будет слово
увлажнение
? —
διύγρανσίς
как с
(ново)греческого
переводится слово
διύγρανσίς
? — смачивание, увлажнение
#
(ново)греческий словарь
—
Τριπτόλεμος
—
βυρσοδεψεία
—
σπρωξιά
—
κυλίστρα
—
λιπάζη
—
ευπροσήγορος
—
καταπίπτω
—
αντιζύγι
—
τσαΐρι
—
αναρρηγνύω
—
γκάγκραινα
—
κοκκινόκωλος
—
ανάκακος
—
μαρμαροκονία
—
αγιόψυχος
—
ραγισματιά
—
ανδηροειδής
—
ολοσκόρπιστος
—
πουκαμισάκι
—
ανεκπαίδευτος
—
φώκαινα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω