|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово μαυρίδι? — — βρογχοκηλικός — βάλλομαι — μικκύλιο — αθυρματοποιία — προστάτρια — σεξουαλικός — εκνευρίζω — άναρχα — αναστάσιμος — ζαμπίτης — διαπότιση — έξυπνος — θαμνώνας — αντιμετώπιση — αθάμαστος — αφήνω — αλληλοβοήθεια — γέρας — τρικέρατος — ατυχία — αντιχρόνου |
|||