|
прям., перен. стальной; ~η θέληση — железная воля #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово стальной? — χαλύβδινος как с (ново)греческого переводится слово χαλύβδινος? — стальной — μυκηθμός — μελετημένος — Αμερικάνα — αναζύμωση — δαφνοστέφανο — τροχείο — αγκυροβόληση — απαρεξήγητος — ευθύνω — ρωσομαθής — κούρκα — εκχυμούμαι — αγροληπτικός — μακρυμάνικος — θηριοδαμαστής — εναλλάσσω — μακροταξιδεύω — τσάχαλο — βαρδιόλα — μπατήρης — μονοήμερος |
|||