|
зевать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово зевать? — χασμώμαι как с (ново)греческого переводится слово χασμώμαι? — зевать — Θεόδωρος — ματέ — φυγόδικος — γεωπονικός — νεωτερικός — διακυμαντικός — αντιπλέω — διάστροφος — φρένες — τρωγοπίνω — επιγραμματικός — γεροντολόγο — φλογικός — λανολίνη — ξεκάλτσωτος — καμουτσικίζω — άλλαξη — αποφλεγμαχισμός — πραματευτάδικο — γαργαρισμός — ιερόδουλη |
|||