Новогреческий словарь
ριγέ
ριγέ
полосатый, в полоску
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
полосатый
? —
ριγέ
как на
(ново)греческом
будет слово
в полоску
? —
ριγέ
как с
(ново)греческого
переводится слово
ριγέ
? — полосатый, в полоску
#
(ново)греческий словарь
—
λεπτόσωμος
—
ύφανση
—
αποστέρηση
—
χωματουργία
—
ασπρίλα
—
διαβατάρης
—
μπιρμπιλωτός
—
τοιχοκολλώ
—
κηδεστία
—
πυροδιάσπαση
—
κυτωρός
—
μαστός
—
μετουσιαστικά
—
βρόχειος
—
Τεμπελοχώρα
—
ελαιοπώλης
—
στοχαστής
—
μαστίτιδα
—
τιμολόγιο
—
μεταπουλάω
—
σκράπας
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω