|
ο уст. троюродный брат #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово троюродный брат? — δισεξάδελφος как с (ново)греческого переводится слово δισεξάδελφος? — троюродный брат — γροθάρι — λουτσιά — φετιχικός — προσκεφάλαιον — μάγιστρος — εμμηνοοπαυσία — ασπροκιτρινίζω — φούμισμα — ανταγωνίστρια — αναθεωρητικός — προνοώ — απομιμούμαι — απόξυση — αστρογγύλευτος — ιλιγγιώ — στρατοπεδεία — κρέντιτο — βιβλιογνώστρια — γεμόφεγγο — ξενύχτισμα — θερμαστής |
|||