|
бессердечный, жестокий #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово бессердечный? — άσπλαχνος как на (ново)греческом будет слово жестокий? — άσπλαχνος как с (ново)греческого переводится слово άσπλαχνος? — бессердечный, жестокий — ψειριάρικο — λαχειοφόρος — ατημέλητος — υπεισέρχομαι — αλλήθωρος — εξάχρονος — υπερμοιρία — καύσιμο — κοινοπραξία — νυμφεύομαι — Ουγγαρέζος — πρίμα — υγρογράφος — περιθύρωμα — ορνιθολογικός — καρναβαλικός — ακτινοειδής — βάναυσα — λιποθυμώ — διατύπωση — ακρογιαλιά |
|||