|
ο щука #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово щука? — ύσωξ как с (ново)греческого переводится слово ύσωξ? — щука — απενταρία — εναποθηκεύω — υποαπασχολούμαι — μόνοιασμα — αχαλύβωτος — αποκρυσταλλώνομαι — οξυοσμία — παρτιζάνικος — ρυθμικός — παραμελών — μπογιάτισμα — φασαρίας — άρτι — κουράρω — βραδάκι — Αγαθόφυλλο — δονητής — οδηγήτρια — υποδετήριον — ιστιοποιείον — ξεγοφιάζω |
|||