|
пещерный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово пещерный? — αντροδίαιτος как с (ново)греческого переводится слово αντροδίαιτος? — пещерный — βαβούλι — μυζήθρα — αυτοδημιούργημα — μεσόστεος — ζωοτομικός — επιλεκτικός — θεσπέσιος — αναπόκτητος — ανεμοβροχιά — βρισιάρα — εθνάριον — υδρωπίκιασμα — λότος — προσποιούμενη — δωδεκάμισυ — αμπελοειδή — αγκωναράκι — γυμνοθεραπεία — χαρτοπέτασμα — οικογενές — σταυλοχιτών |
|||