|
το рел. чистилище #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово чистилище? — καθαρτήριο как с (ново)греческого переводится слово καθαρτήριο? — чистилище — λιγούρεμα — πηγούνι — βιοπάλη — καμηλό — διαθέσιμος — καλλικάντζαρίνα — αποκοττίζω — καρίνα — λόγιον — σκληρόκαρδος — κουβαρνταλίκι — κοντόπνοος — τρίκοχος — ηδονιστικά — έσω — ηλεκτρόδιο — κοσμογραφικός — βέβηλος — μεγαλουσιάνα — αδυνατώ — βαθουλωμένος |
|||