καθαρτήριο

формы словаβ
καθαρτήριο
το рел. чистилище



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово чистилище? — καθαρτήριο
как с (ново)греческого переводится слово καθαρτήριο? — чистилище


λιγούρεμαπηγούνιβιοπάληκαμηλόδιαθέσιμοςκαλλικάντζαρίνααποκοττίζωκαρίναλόγιονσκληρόκαρδοςκουβαρνταλίκικοντόπνοοςτρίκοχοςηδονιστικάέσωηλεκτρόδιοκοσμογραφικόςβέβηλοςμεγαλουσιάνααδυνατώβαθουλωμένος




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit