|
просчитывать, пересчитывать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово просчитывать? — διαριθμώ как на (ново)греческом будет слово пересчитывать? — διαριθμώ как с (ново)греческого переводится слово διαριθμώ? — просчитывать, пересчитывать — επαναδραστηριοποιημένος — αγώνας — κοτύλη — μεταφύτευμα — γουρνοχαρά — νεοβιταλισμός — αγαλίφιαστος — δωδεκάχρονος — φραστικός — λαϊκοδημοκρατικός — ξερρίζωμα — ναυτασφάλεια — τουφεκώ — μπλέξιμο — οξύφυλλος — ρυπαίνω — αλείφω — βρεσιδάκι — υπολογιστικός — ορνιθαρειό — αρχοντικά |
|||