|
защитный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово защитный? — σκεπαστικός как с (ново)греческого переводится слово σκεπαστικός? — защитный — ευλυγισία — χρωμάτωση — φλογερός — φαγεντιανό — γνωμοδοτικός — ίστημι — πηχτός — εκκαυματίζω — πεταξιά — υποσκαπτικός — γέννημα — σύνθεση — σμιχτοφρύδα — ξεχασιάρης — καραδοκώ — αχάραχτος — καθαριστήριο — φοραίνω — κλειδοποιός — ρηχία — γιγαντοαφίσα |
|||