|
усиливаемый ветром #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово усиливаемый ветром? — ανεμοτρεφής как с (ново)греческого переводится слово ανεμοτρεφής? — усиливаемый ветром — αντιπλέκω — φρενιάζω — απιθανότητα — αντιλαϊκά — ατζαμίδικα — τουρκομερίτικος — κουκκίζω — υπέρογκος — ανακουρκουδίζω — αλκοολικός — μακαριστός — σκαλάκι — αναμάζωξη — δέμα — κοτίσιος — Φανερωμένη — ηθικολογώ — μονύδριο — χνούδι — υποξείδιο — τυμπανιαίος |
|||