|
η 1) богатая одежда, наряд; 2) армада #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово богатая одежда? — αρμάτα как на (ново)греческом будет слово наряд? — αρμάτα как на (ново)греческом будет слово армада? — αρμάτα как с (ново)греческого переводится слово αρμάτα? — богатая одежда, наряд, армада — θαυμαστικά — αλατοζύγιον — εφεκτικότητα — ανοστίμευτος — μαντέκα — αναπηρία — αναμαρμαρώνω — εξυάλωση — αβελόνιαστος — σπειραματονεφρίτιδα — ζητούμενος — Αστυάναξ — χασμουριέμαι — φαινασετίνη — αλληθωρίζω — αλατωρυχείο — άναυλα — επίσχεστρον — τιμητικός — συμμαχητής — ξώφυλλο |
|||