|
улетучиваться #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово улетучиваться? — εξαεριούμαι как с (ново)греческого переводится слово εξαεριούμαι? — улетучиваться — μεταπίπτω — φωτοχημεία — ετεροκινησία — φιλειρηνιστής — οργίζομαι — δακτυλιαίος — λεηλατημένος — παραδοξολόγημα — σκουντί — επιστημοσύνη — ξεδολώνω — ταχύσκαπτο — σκοτωμένος — βούλιτο — αυτοπρογραμματικός — ανοιχτοπράσινος — βομβαρδισμένος — τήρηση — μαντολάτο — πράκτορας — σιτάρκεια |
|||