|
иронический; насмешливый; ~ικό μειδίαμα — ироническая усмешка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово иронический? — ειρωνικός как на (ново)греческом будет слово насмешливый? — ειρωνικός как с (ново)греческого переводится слово ειρωνικός? — иронический, насмешливый — άδετος — δεκαοκτοετής — βαρυφορτώνω — ακροάζομαι — καμουφλάζ — κρότωνας — καρώτο — αμπελοφιλόσοφος — ερείπωση — συμπεθέρα — αυτοκυβερνώμαι — σοκολατοποιία — α- — λεττονικός — βουδοκέφαλος — μπανάνα — μισερός — γιορτιάτικος — εσοδιάζω — αρχιναύκληρος — γεροντοκοριλίκι |
|||