|
ο 1) совратитель; 2) сводник #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово совратитель? — προαγωγός как на (ново)греческом будет слово сводник? — προαγωγός как с (ново)греческого переводится слово προαγωγός? — совратитель, сводник — κρασάς — πιέζω — αναγάλλιασμα — πολυχρόνιος — ματοτσίνορο — συνδεσμικός — σιδεράδικο — ξυλογράφημα — αυθάδισσα — λιθοδομώ — τζανερίκι — ετερογένεσις — τσέτουλα — αήσκιωτος — αποβλέπω — πολωσιοσκόπιο — κυπαρισσέλαιο — σιμιτεργάτης — απανωδιαστός — κάλαμος — μάχαιρα |
|||