σκιαγραφικός

формы словаβ
σκιαγραφικός



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово σκιαγραφικός? —


ξεπούλημασκολόρθααμπελόχατηλεγραφείοδιαγρυπνώαερομοντέλοηθικολογικάκεφαλάκιπροπέρσινοςκαολίνηάσβεστοςασπρίζωειδολογικόςναυλώνωξεροκόκκαλομισαλληλίαγυμνόσωμοςγούριλεπτόθριξκρησαριστόςβρισιάρα




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit