|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово σκιαγραφικός? — — ξεπούλημα — σκολόρθα — αμπελόχα — τηλεγραφείο — διαγρυπνώ — αερομοντέλο — ηθικολογικά — κεφαλάκι — προπέρσινος — καολίνη — άσβεστος — ασπρίζω — ειδολογικός — ναυλώνω — ξεροκόκκαλο — μισαλληλία — γυμνόσωμος — γούρι — λεπτόθριξ — κρησαριστός — βρισιάρα |
|||