|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово σαρωτικός? — — πλοίαρχος — γύφτος — νομολογία — γέρνω — πικραίνομαι — αλληλοβοήθεια — συγκλείω — λίστρον — δεσποτικά — σέρτικος — αμφίβραχυς — πενιχρός — χασάς — κωδικοποίηση — οπωροφόρος — ακροθαλασσιά — μηκηθμός — αυτοδοκιμασία — κλάκ — στομωμένος — απορράπτω |
|||