|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово καρυδόκομπος? — — λαυρος — λυσσάρης — κελευστής — αρχάρης — ανοιχτόκαρδος — καπριτσιόζικο — δικαιοφροσόνη — ασημαντότητα — γεροντολόγο — ευμαθής — φορτηγός — νερομάζωμα — παραγοντίσκος — εξάνθηση — γούτος — ελικώδης — διογογγύζω — φουσκωμένος — ακόρντο — θεατρολογία — συγγενολόγι |
|||