καρυδόκομπος

формы словаβ
καρυδόκομπος



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово καρυδόκομπος? —


λαυροςλυσσάρηςκελευστήςαρχάρηςανοιχτόκαρδοςκαπριτσιόζικοδικαιοφροσόνηασημαντότηταγεροντολόγοευμαθήςφορτηγόςνερομάζωμαπαραγοντίσκοςεξάνθησηγούτοςελικώδηςδιογογγύζωφουσκωμένοςακόρντοθεατρολογίασυγγενολόγι




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit