|
η ока (мера веса, равная 1280 г) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ока? — οκά как с (ново)греческого переводится слово οκά? — ока — αστούμπιστος — γυαλωσύνη — βρόχισις — αφάνταχτος — διεθνισμός — πεζογέφυρα — κουμαντοδόρος — κάμπος — κουκουλλιάζω — μικρολογία — βυκάνη — αμέριστος — λάφιασμα — κατασκευασμένος — σχοινένιος — Γιουγκοσλάβος — αβαρέλιαστος — χυδαιότητα — κατεργασμένος — κλιμακώνω — χημικοθεραπεία |
|||