|
ο изготовительница рамок #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово изготовительница рамок? — κορνιζοποιός как с (ново)греческого переводится слово κορνιζοποιός? — изготовительница рамок — εξογκώνομαι — ψευδαίσθηση — ανθρακείο — κωλυσιεργικός — μενεξεδένιος — ζάλογγο — αγωγιάτικα — συγκεκριμενοποιώ — διασκεδάζω — γραφή — σιδερώνω — μητρώο — ζωογένεια — ισοκράτημα — άκανθος — ανάκραγμα — μαγνητοχάλυβας — ατόφιος — αίλουρος — κορνιζοπώλης — ακαπίστρωτος |
|||