|
η лесоводство #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово лесоводство? — δασοκομία как с (ново)греческого переводится слово δασοκομία? — лесоводство — λογαριασμός — βεζίρης — μόλυσμα — αραιότητα — ευλυγισία — μουνούχισμα — ταβανίσιος — εξαημερία — ξεζούμισμα — σύγχρονος — υποναύαρχος — ελέγξιμος — σπάσμα — ομοφυλόφιλος — ουρανόραμα — συμπίπτω — κλονίζομαι — πού — ηλεκτραργόλη — μιμητής — θρασεύω |
|||