|
басистый; #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово басистый? — βαρύφωνος как с (ново)греческого переводится слово βαρύφωνος? — басистый — στρωμάτσο — στασιάρχης — κρυπτογενεσικός — γλυκομιλώ — σπηλαιολογία — λυσιτέλεια — ανταποδοτικά — χαλκούς — έπηλυς — ξεναγούμενος — σιδερένιος — αντικατόπτρισμα — φιλίωμα — σελλουλόϊντ — τυμβωρυχία — επινίκια — οζώδης — ποστάλι — χαρουπόψωμο — σακάκι — υπεράνω |
|||