|
το дождевик (гриб) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово дождевик? — αλεποπούρδι как с (ново)греческого переводится слово αλεποπούρδι? — дождевик — ηθικολογικά — γενναιοπρέπεια — εξήκοντα — πηροδακτυλία — προεξοφλητικός — οργανοειδής — λουκούμι — ηγεμονόπαιδο — φωτορομάντζο — ανεπαίσθητος — γιοματάρι — ειλεός — διαρριπίζω — υπεισέλευση — αλλόχθων — αφόρετος — τραντάζω — βοθροκαθαριστής — ακουάριο — φιλοφροσύνη — κεφαλοχώρι |
|||