|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово στενόψυχος? — — ωτοπαθολογικό — καταψήφιση — ακυρωτέος — δανειοδοτώ — βερτζί — στρατοπεδεία — πολυβολείο — αμμωνίτις — ανειρήνευτος — λαγόκαρδος — κιβδηλεία — αλληλοεξάρτηση — τρελοκατάσταση — μάγουλο — ζελατίνη — υποστεγάζω — απαντητής — αραιόμετρο — προσαρμοσμένος — ελικηδόν — ακινητοποίηση |
|||