|
η камфора #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово камфора? — καμφουρά как с (ново)греческого переводится слово καμφουρά? — камфора — πολεμίστρια — αρχαιολάτρισσα — υπόκλιση — λεττονικός — ριζικός — δαγκαματιά — χουχούλιασμα — καθεστηκυία — απόβλητος — τρίτη — τετροφωνία — ξενοδουλευτής — αποτιμώ — σαββατιανό — ολο- — αρσίζης — πλεονεξία — γαλανόλευκη — δημότης — λιμενάρχης — αγενής |
|||