|
класть двойной фундамент #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово класть двойной фундамент? — διπλοθεμελιώνω как с (ново)греческого переводится слово διπλοθεμελιώνω? — класть двойной фундамент — ανατρέφω — διαφιλονείκία — αρέσω — ρακέττα — αυτοκτονών — ακτινωτός — αλειά — αποφύλλισμα — οβιδοβόλο — ξαμολλώ — πεντακοσιοστό — σεβαστικός — εμβρόντηση — αιθυλαιθήρας — δραχμούλα — κονιοσκόπιο — λιβανωτός — Γερμανίδα — ευγενικός — εξάφρισμα — διδακτική |
|||