|
контратаковать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово контратаковать? — αντεφορμώ как с (ново)греческого переводится слово αντεφορμώ? — контратаковать — οκτασύλλαβος — αποτρόπαιος — Φεβρουάριος — ατσιγγάνικος — φλόξ — χειροτεχνία — αργολογώ — απαράληπτος — αρτοκοπείον — καταληψίας — ντεϊστής — εξαγριωμένος — ακρογιαλιά — λεβίθρα — βελονόκαρφο — μισοχώνομαι — ξεγοφιάρης — ερεθιστικότητα — εγκαταλειμμένος — υαλόχρους — ανέγερση |
|||