|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ρετσινολαδιά? — — ορυζοφάγος — αφριά — αυτοκέφαλο — αμμόδρομος — τελίτσα — εξώνησις — αδιαφύλακτος — ραβαΐσι — θωρακίζομαι — εμπλαστρον — εμαυτού — φέρελπις — γοερότητα — νεσεσσαέρ — πρίν — φωνογράφος — γυναικάδελφος — πιετισμός — σκαιότης — ραδιογράφημα — επαμφοτερής |
|||