τεκμηριωτικός

формы словаβ
τεκμηριωτικός



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово τεκμηριωτικός? —


αντιπλέωσκασμόςΙρλανδόςευσύνοπτοςτιμαριωτικόςεφελκύωπαπισμόςβαρελάςληστοκρατούμαιπαριστορώπολυμέριμνοςφάτνωμαπολεμιστήριοςγόμφωσηυποστηρίζωλαντζιέρισσαπροσταταλγίαευκαρυωτικόεπακτήαπολυμαντικόκατειλημμένος




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit