|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово τεκμηριωτικός? — — αντιπλέω — σκασμός — Ιρλανδός — ευσύνοπτος — τιμαριωτικός — εφελκύω — παπισμός — βαρελάς — ληστοκρατούμαι — παριστορώ — πολυμέριμνος — φάτνωμα — πολεμιστήριος — γόμφωση — υποστηρίζω — λαντζιέρισσα — προσταταλγία — ευκαρυωτικό — επακτή — απολυμαντικό — κατειλημμένος |
|||