|
το мушмула (плод) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово мушмула? — μέσπιλον как с (ново)греческого переводится слово μέσπιλον? — мушмула — γαλακτίζομαι — κυλινδροπίστονο — οσμογόνος — ωοπλαστία — χαρτογραφημένος — λευκαστής — καλοτυχίζω — φρένο — σούτ — ειδοποιητήριο — συρρικνώ — ελασματοποίηση — χαρακτηρολογία — αυθαίρετα — ακομπόδετος — πεντάτευχος — τραυματικός — αντίσταση — υαλοστάσιο — ναυτογράφος — παραδουνάβιος |
|||