|
шепелявить #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово шепелявить? — ψευδίζω как с (ново)греческого переводится слово ψευδίζω? — шепелявить — δουπώ — χαλυβδωμένος — εγγυητήριος — ιχθυοφόρος — ιματιοφύλακας — αζωτικός — πεταρούδι — κουρεμένος — γράμματα — περουβιανός — αντιβόλαιο — τιμολογώ — ξηστρεφτή — στίλβη — καταπέλτης — ωϊμένα — εξαγνισμός — πειθαρχείο — αμαλάκωτος — ξερρίζωμα — συνορίζομαι |
|||