|
η 1) защитница; 2) апологет #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово защитница? — απολογήτρια как на (ново)греческом будет слово апологет? — απολογήτρια как с (ново)греческого переводится слово απολογήτρια? — защитница, апологет — σκεπαστά — διαφορετικότητα — εποχικότητα — κοντάρι — ναύλα — ανεφοδιάζω — δικαιοφροσόνη — ομόφυλος — δίγαμος — προλαμβάνω — σαψαλιάζω — ασχημάνθρωπος — ευρεσιτεχνία — καυλιτσέκι — επενέβην — καθήκι — ιοειδής — φθίση — ζωοπλαγκτόν — εγωισταρού — ανατάσσομαι |
|||