|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово αγλίτωτος? — — γλωσσομαθής — επικουρία — αντιπνέω — χωροφύλακας — μικρομετρία — βυρσοδεψεία — γλυκοχάραγμα — αρωματοποιείο — πυθμένας — πασουμάκι — ακαρίαση — γκριζοπράσινος — απατηλός — φιδογλωσσού — θαλάσσιος — στουμπώνομαι — τονίζω — προμηθεύομαι — αφιερωμένος — γυαλόχαρτο — σφεντόνα |
|||