|
страдающий диспепсией #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово страдающий диспепсией? — δυσπεπτικός как с (ново)греческого переводится слово δυσπεπτικός? — страдающий диспепсией — σκουντούφλιασμα — επικαταλλαγή — συκιά — αιθυλικός — σύρω — εισοδιάζω — γυαλάδικο — μονόχνοτος — λεβεντογυναίκα — αντιστοιχώ — Χριστούγεννα — αχρεωστήτως — σούζο — πικραίνομαι — αλγόριθμος — κελαϊδισμός — υπεραπόδοση — ενδοφλεβικός — βοτανισμένος — εμετικά — σεβάσμιος |
|||