|
ο 1) известь; 2) асбест #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово известь? — ασβέστης как на (ново)греческом будет слово асбест? — ασβέστης как с (ново)греческого переводится слово ασβέστης? — известь, асбест — τυμπανιστής — γαλήνια — περίγυρος — επανακαλώ — θηριομάχος — αργεντίνα — συγχέω — πλατυρρημοσύνη — νεκρώνω — αδερφός — άθιχτος — θύελλα — αχτινογράφημα — εκσφενδονίζω — θαλασσώνω — μάτι — αεροπλοΐα — περιτείχιση — κλώζω — εκτεταμένος — παρείσδυση |
|||