Новогреческий словарь




ασβέστης

ασβέστης
ο 1) известь;
2) асбест


внешние ссылки озвучка | ru.wiktionary | el.wiktionary | en.wiktionary | greek-language.gr |



как на (ново)греческом будет слово известь? — ασβέστης
как на (ново)греческом будет слово асбест? — ασβέστης
как с (ново)греческого переводится слово ασβέστης? — известь, асбест


#(ново)греческий словарьαμπελοκαλλιέργειαλεξιλογικόςβραγχιοειδήςπρωτομαγέρισσαπάναγνοςακρόπουςευθαλήςπαρακαλάωβουτυροκομωεπιδερμοφοτίασκούπισμαχαλκοτύμπανοάχωρακριδόπληκτοςμάρμαραβιοαποδομήσιμοςκαλλιεπήςχάσμησηποντοπόροςξεροκοκκινίζωκουπιά


Α    Β    Γ    Δ    Ε    Ζ    Η    Θ    Ι    Κ    Λ    Μ    Ν    Ξ    Ο    Π    Ρ    Σ    Τ    Υ    Φ    Χ    Ψ    Ω