|
το лейкоцит #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово лейкоцит? — λευκοκύτταρο как с (ново)греческого переводится слово λευκοκύτταρο? — лейкоцит — σύξερος — προφαντός — εμφράττω — μελοποιία — μάζαλη — λίβας — ενδοφλεβίως — υπνοθεραπεία — μανδαρινάτο — παραστράτισμα — άσκαστος — διαμοίρασμός — λιγνεύω — Σκώτος — βουλεβαρδιέρος — συνεπής — εξορκισμένος — κάργια — ζαλιά — αξούρηγος — αιματόχρωμος |
|||