|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово αλτρουιστικά? — — ρινίζω — μισοπάλαβος — γαλακτούχος — ποδοβολητό — οργανοειδής — πλουτίζομαι — κληματαριά — γλοκολαλάω — ασημοκεντώ — απορρουφώ — διπλάλμπουρος — λειάντρια — αστρώδης — σφαγέας — ζάφτω — ακολασταίνω — φουσκωτός — επαίσχυντα — κατεχόμενος — κληρονόμος — εξερεύνηση |
|||