μουλάρωμα

формы словаβ
μουλάρωμα



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово μουλάρωμα? —


λιχνίζωαναθροφήαβλαστήμητοςαντιληπτικόφυλλάριοαρριζοβόλητοςαχασμούρητοςΑρτεσίαυπόσκιοςερημώάσθμαδυσφόρητοςαποκωδικοποιητήςδεκαπλασίασηανεξανάγκαστοςενυδάτωσηπροορατικόςβισινύςαπορριμματοφόροαυγουλάτοςκαταφρονετός




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit