|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово μουλάρωμα? — — λιχνίζω — αναθροφή — αβλαστήμητος — αντιληπτικό — φυλλάριο — αρριζοβόλητος — αχασμούρητος — Αρτεσία — υπόσκιος — ερημώ — άσθμα — δυσφόρητος — αποκωδικοποιητής — δεκαπλασίαση — ανεξανάγκαστος — ενυδάτωση — προορατικός — βισινύς — απορριμματοφόρο — αυγουλάτος — καταφρονετός |
|||