|
бразильский #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово бразильский? — βραζιλιανός как с (ново)греческого переводится слово βραζιλιανός? — бразильский — Πρωτομαρτιά — κανόνι — κεντημένος — εμβρυικός — εντάμα — χρυσαυγή — ντιζέζ — ξυλουργός — χειμωνιάτικα — βιβλιεκδοτικός — διυγραίνω — ευκολομίλητος — ξεγελάω — κοφτήριο — μαρκούτσι — καρδιοπονώ — νωπογραφία — λούμεν — αναγαλλιάζω — κτύπημα — μάϊδε |
|||