Новогреческий словарь
λιχνιστήρι
λιχνιστήρι
το 1)
лопата для веяния
;
2)
веялка
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
лопата для веяния
? —
λιχνιστήρι
как на
(ново)греческом
будет слово
веялка
? —
λιχνιστήρι
как с
(ново)греческого
переводится слово
λιχνιστήρι
? — лопата для веяния, веялка
#
(ново)греческий словарь
—
κατανεμημένα
—
ποιανού
—
ξινομούνα
—
κούρσευμα
—
καταστρεπτικός
—
σωροβολιάζομαι
—
αποδημώ
—
καλόγρια
—
τόνωση
—
οπισθοβουλία
—
ταχυπαλμία
—
δεκατριάκις
—
λιποψυχία
—
επιτιμητής
—
αντιστατικός
—
καλοφαγία
—
ευκαταγώνιστος
—
ομοψυχία
—
ομόφωνος
—
βάρσαμο
—
μαρκαλίζω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,