|
παθ. αόρ. от τείνω #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ετάθην? — — δέντρωμα — ανεγορευω — εγκληματικότητα — σκλώπα — ελλείπον — πορτογαλλικός — τριφωφοσφορικός — εδέτσι — κληροδότης — αδιάγνωστος — ξεσυνέρισμα — αυτούνος — εξαιρέσιμος — κλαδί — προσέχω — συκεών — μύωμα — ακυριολεκτώ — μαγκανοπήγαδο — παιδικάτα — πρίων |
|||