|
придорожный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово придорожный? — παρόδιος как с (ново)греческого переводится слово παρόδιος? — придорожный — μυτιά — αποκριάτικος — καμπή — φαΐ — βυθομετρώ — βάλτος — φρεάτιο — μύρτινος — αισθητοποιητικός — μεταγραμματίζω — νευρεξαγωγή — μάνιωμα — καπνοσυλλέκτης — ντροπιάζω — συλλογικότητα — ανεμουρίζομαι — αναφωνητό — συνταντικό — απροξένευτος — τυραννίδα — σιγουριά |
|||