|
(αόρ. απώλεσα) терять, лишаться; απώλεσε τήν περιουσία του — он потерял всё имущество #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово терять? — απολλύω как на (ново)греческом будет слово лишаться? — απολλύω как с (ново)греческого переводится слово απολλύω? — терять, лишаться — καπριτσιόζικα — αυτοσχεδιάζω — λεπτομερειακά — ιατρείο — τουμπανιασμένος — δαφνοστολίζω — σκεπασμένος — τριακονταπλάσιος — αποθαρρύνω — τάση — φλοιοχρωστική — αξελάκκιαστος — αδάπανος — ηλεκτροπαραγωγή — σεβντάς — άλοφος — υδρόμελι — αχυραμιά — ενόχλημα — σκανδαλώδης — αναστάς |
|||