|
недельный; еженедельный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово недельный? — εβδομαδιάτικος как на (ново)греческом будет слово еженедельный? — εβδομαδιάτικος как с (ново)греческого переводится слово εβδομαδιάτικος? — недельный, еженедельный — μεταρρύθμιση — νευροκαβαλλίκευμα — τσακπίνης — κατορθωτός — καλημέρισμα — ξυνολάπατο — απόδιαβα — ξεψυχώ — ξεσποριάζω — τρίγλη — τάληρο — αιμωδίαση — επιχειρηματίας — γλιστριά — καρυδένιος — δουλοφροσύνη — φλέτουργος — δικτυωτός — αντιπληθωρισμός — εκγλυπτικός — πεθαίνω |
|||